ανθρωπίδες

ανθρωπίδες
οι
το σύνολο των πρωτευόντων θηλαστικών που απαρτίζουν το γένος «άνθρωπος».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπίδες — (hominidae). Οικογένεια πρωτευόντων θηλαστικών που ανήκει στην υπεροικογένεια των ανθρωποειδών και περιλαμβάνει σήμερα μόνο το γένος άνθρωπος (homo), με μοναδικό είδος τον λογικόέμφρονα (sapiens). Τα κύρια χαρακτηριστικά των α. είναι: εγκέφαλος… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκάνθρωπος — ο ανθρωπολ. παλαιότερη ονομασία ενός γένους απολιθωμάτων τής οικογένειας ανθρωπίδες το οποίο περιλαμβάνει τον Άνθρωπο τής Ιάβας και τον Σινάνθρωπο, που σήμερα ταξινομούνται στο είδος Homo erectus. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λούσι — Συμβατική ονομασία που αποδόθηκε σε σκελετό που βρέθηκε στο Χαντάρ της Αιθιοπίας το 1974 από τον Ντόναλντ Γιόχανσον και τους συνεργάτες του. Ο σκελετός αυτός –κατά 40% πλήρης– αντιστοιχεί στο είδος Australopithecus afarensis, που ανήκει στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”